- αβασίλευτος
- -η, -ο (Α ἀβασίλευτος, -ον) [βασιλεύω]αυτός που δεν κυβερνιέται, δεν εξουσιάζεται από βασιλιά. Ειδικότερα στη Νεοελληνική, ο όρος «αβασίλευτη δημοκρατία» δηλώνει το δημοκρατικό πολίτευμα, στο οποίο ο ανώτατος άρχων δεν είναι κληρονομικός αλλά αιρετόςνεοελλ.1. (για ουράνια σώματα) αυτός που ακόμη δεν έδυσε2. (μτφ. φρ.) «μάτια αβασίλευτα» — τα μάτια τών νεκρών που δεν έτυχε κανείς να τά κλείσει και μένουν ακόμη ανοιχτά3. αγέραστοςαρχ.ο απαλλαγμένος από νόμους.
Dictionary of Greek. 2013.