αβασίλευτος

αβασίλευτος
-η, -ο (Α ἀβασίλευτος, -ον) [βασιλεύω]
αυτός που δεν κυβερνιέται, δεν εξουσιάζεται από βασιλιά. Ειδικότερα στη Νεοελληνική, ο όρος «αβασίλευτη δημοκρατία» δηλώνει το δημοκρατικό πολίτευμα, στο οποίο ο ανώτατος άρχων δεν είναι κληρονομικός αλλά αιρετός
νεοελλ.
1. (για ουράνια σώματα) αυτός που ακόμη δεν έδυσε
2. (μτφ. φρ.) «μάτια αβασίλευτα» — τα μάτια τών νεκρών που δεν έτυχε κανείς να τά κλείσει και μένουν ακόμη ανοιχτά
3. αγέραστος
αρχ.
ο απαλλαγμένος από νόμους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀβασίλευτος — not ruled by a king masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αβασίλευτος — η, ο 1.αυτός που δεν έχει βασιλιά για ανώτατο άρχοντα: Σήμερα στην Ελλάδα έχουμε αβασίλευτη δημοκρατία. 2. (για τον ήλιο και τα άστρα), αυτός που δεν έδυσε ακόμη: Η πούλια ήταν ακόμη αβασίλευτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀβασίλευτον — ἀβασίλευτος not ruled by a king masc/fem acc sg ἀβασίλευτος not ruled by a king neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβασιλεύτοις — ἀβασίλευτος not ruled by a king masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβασιλεύτου — ἀβασίλευτος not ruled by a king masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβασιλεύτους — ἀβασίλευτος not ruled by a king masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβασιλεύτων — ἀβασίλευτος not ruled by a king masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβασιλεύτῳ — ἀβασίλευτος not ruled by a king masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβασίλευτα — ἀβασίλευτος not ruled by a king neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβασίλευτοι — ἀβασίλευτος not ruled by a king masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”